κνίδη

κνίδη
Ορεινός οικισμός (υψόμ. 690 μ., 443 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, 19 χλμ. ΒΑ της πόλης των Γρεβενών. Αποτελεί έδρα του δήμου Βεντζίου. Τον Μάιο του 1995 καταστράφηκε από ισχυρό σεισμό που έπληξε την περιοχή.
* * *
η (AM κνίδη)
1. το φυτό τσουκνίδα
2. είδος θαλάσσιας μέδουσας, η ακαλήφη
αρχ.
το θαλάσσιο ζώο ακτίνιο* («γίγνονται τοῖς ὀστρακοδέρμοις καὶ τὰ μὴ ἔχοντα ὄστρακα, οἷον αἵ τε κνίδαι καὶ οἱ σπόγγοι ἐν ταῑς σήραγξι», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κνῑδη ανήκει στην οικογένεια τού κνῐζω*, τού οποίου θα μπορούσε να θεωρηθεί άμεσο παρ. αν δεν υπήρχε η διαφορά ποσότητας τού -ι-. Αντίστοιχος τ., πάλι όμως με βραχύ φωνήεν, είναι το μσν. ιρλδ. cned «πληγή». Βλ. και λ. κνίσα.
ΠΑΡ. κνίδωση(ις)
αρχ.
κνίδειος
νεοελλ.
κνιδώδης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κνίδη — κνί̱δη , κνίδη nettle fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνίδῃ — κνί̱δῃ , κνίδη nettle fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνῖδαι — κνίδη nettle fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τσουκνίδα — Πολυετής πόα, γνωστή επιστημονικά ως ουρτίκη η δίοικος. Φυτρώνει μόνη τους σε χέρσους τόπους, και στις άκρες των δρόμων, σε όλη την Ελλάδα, και ανήκει στην οικογένεια των ουρτικιδών (δικοτυλήδονα). Έχει ρίζωμα που έρπει και βλαστό όρθιο,… …   Dictionary of Greek

  • ακαλήφη — (acalypha). Γένος φυτών που περιλαμβάνει πάνω από 425 είδη, ιθαγενή των τροπικών περιοχών. Ανήκουν στην ομοταξία αγγειόσπερμα, στην κλάση δικοτυλήδονα, στην υπόκλαση μονοχλαμυδικά, στην τάξη τρίκοκκα και στην οικογένεια ευφορβιίδες. Οι α. είναι… …   Dictionary of Greek

  • κνίδα — η 1. κνίδωση 2. τσουκνίδα, κνίδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κνίδη] …   Dictionary of Greek

  • κνίδειος — κνίδειος, εία, ον (Α) [κνίδη] αυτός που ανήκει στην κνίδη, στην τσουκνίδα …   Dictionary of Greek

  • κνίδωση — Δερματοπάθεια αντιδραστικού τύπου που εκδηλώνεται τις περισσότερες φορές με εξάνθηση μικρών ή μεγάλων κνησμωδών βλατίδων, με ερυθρωπή φλεγμονώδη περιφέρεια και λευκωπή υπερυψωμένη κεντρική βλάβη. Το εξάνθημα μπορεί να είναι περιγεγραμμένο ή… …   Dictionary of Greek

  • κνίφος — κνίφος, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) κνίδη*. [ΕΤΥΜΟΛ. θυμίζει το κνήφη* (< κνῶ). Το ι οφείλεται πιθ. σε επίδραση τών συγγενών κνίζω, κνίδη] …   Dictionary of Greek

  • κνίδα — κνί̱δᾱ , κνίδη nettle fem nom/voc/acc dual κνί̱δᾱ , κνίδη nettle fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”